Ανθρώπινο δυναμικό στην υγεία: τι επαγγελματίες χρειάζεται το σύστημα υγείας του μέλλοντος;

Το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού στον χώρο της υγείας αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της διεθνούς συζήτησης στις μέρες μας. Αν και το ερώτημα που συνήθως απασχολεί το ελληνικό σύστημα υγείας είναι πόσους επαγγελματίες υγείας χρειαζόμαστε, το θέμα δεν είναι μόνο πόσους αλλά και ποιους· ποιες γνώσεις, ποιες δεξιότητες, ποιο προφίλ θέλουμε να έχουν.

Στο καίριας σημασίας αυτό ζήτημα αφιερώθηκε η συνεδρία που διεξήχθη με την κ. Δάφνη Καϊτελίδου, Πρόεδρο του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.) και τον κ. Δημήτριο Μπούμπα, Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.) στο προεδρείο.

Μεγάλη συζήτηση γίνεται επίσης διεθνώς για το πώς τα συστήματα υγείας μπορούν να αποφύγουν κρίσεις, όχι μόνο υγειονομικές, αλλά και κρίσεις που αφορούν στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Αυτό που έχει γίνει πλέον κατανοητό από πολλά συστήματα υγείας είναι απουσιάζει ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός, ένας προγραμματισμός για το ανθρώπινο δυναμικό του παρόντος και του μέλλοντος. Ο προγραμματισμός αυτός, επισήμανε η καθηγήτρια κ. Καϊτελίδου, θα πρέπει να μπει στην ατζέντα και της χώρας μας, καθώς η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που δεν έχουν ένα μοντέλο στρατηγικής ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, ένα μοντέλο με το οποίο θα μπορούμε να ποσοτικοποιούμε τις ανάγκες του μέλλοντος και να έχουμε το προφίλ των επαγγελματιών υγείας που χρειαζόμαστε με βάση τη στρατηγική στόχευση του συστήματος υγείας. Τα σχέδια δράσης ωστόσο που αναπτύσσονται για το σύστημα υγείας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν το ανθρώπινο δυναμικό, ολοκλήρωσε την εισαγωγική της τοποθέτηση η κ. Καϊτελίδου. Δεν είναι δυνατόν να ξεκινούν μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας και να αναζητάμε τους επαγγελματίες υγείας εκ των υστέρων, παρατήρησε.

Η ιατρική εκπαίδευση στη νέα εποχή

Αφού παρουσίασε αρχικά την τρέχουσα εικόνα της ιατρικής προπτυχιακής εκπαίδευσης και κατανομής ιατρών στην Ελλάδα, ο συντονιστής της Επιτροπής Προπτυχιακής Εκπαίδευσης του Γραφείου Εκπαίδευσης της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Δημήτριος Βασιλόπουλος ανέφερε πως θα πρέπει να δούμε κατά πόσον οι περίπου 66.000 ιατροί της χώρας μας εξυπηρετούν τις ανάγκες του πληθυσμού, τρέχουσες και μελλοντικές, αλλά και να ασχοληθούμε με το σημαντικό ζήτημα των άγονων ειδικοτήτων. Αν και μέσα στη δεκαετία 2011-2021 ο αριθμός αποφοίτων ιατρικών σχολών στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά περίπου 40%, μεγάλο μέρος αυτών φεύγει για να εργασθεί σε άλλες χώρες, συμπλήρωσε ο καθηγητής, επισημαίνοντας πως το ιατρικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας είναι άριστο.

Ασφαλώς, συνέχισε ο κ. Βασιλόπουλος, τα Προγράμματα Σπουδών των 7 Ιατρικών Σχολών της χώρας μας δεν είναι ταυτόσημα. Οι γενικοί στόχοι της ιατρικής εκπαίδευσης φυσικά, που δεν αλλάζουν, είναι η παροχή ιατρικών γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων, η διαμόρφωση συμπεριφοράς/στάσης και -πολύ σημαντικό- να μάθουν να συνεργάζονται με άλλους επαγγελματίες υγείας προς όφελος των ασθενών και της κοινωνίας. Οι Ιατρικές Σχολές έχουν υποχρέωση να προετοιμάζουν ιατρούς που θα καλύπτουν τις σύγχρονες βασικές ανάγκες, σε οποιονδήποτε τομέα ασχοληθούν οι απόφοιτοί τους, είτε στη δημόσια υγεία και το ΕΣΥ, είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε στην έρευνα. Θα πρέπει να δούμε, λοπόν, πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε καλύτερα τους φοιτητές μας και πώς θα τους διασυνδέσουμε / προετοιμάσουμε καλύτερα για τον τομέα στον οποίο θα επιλέξουν να απασχοληθούν, είπε ο ομιλητής.

Περιγράφοντας τις σύγχρονες προκλήσεις της εκπαίδευσης και τις βασικές αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να είμαστε σε θέση να προσαρμοζόμαστε στις τρέχουσες και μελλοντικές απαιτήσεις, ο κ. Βασιλόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στην ανάγκη συντονισμού των 7 Ιατρικών Σχολών της χώρας για τα Προγράμματα Σπουδών τους. Για τον σκοπό αυτό, συμπλήρωσε, έχει γίνει ήδη μία συνάντηση και προγραμματίζεται μία δεύτερη, στις 27 Ιανουαρίου 2024 στην Ιατρική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α., με τη συμμετοχή εκπροσώπων των Ιατρικών Σχολών, Επιστημονικών Εταιρειών, του ΚΕ.Σ.Υ. και φοιτητών. Υπάρχει, επίσης, ανάγκη ανάδειξης και ανάλογης εκπαίδευσης για την πρωτοβάθμια – εξωνοσοκομειακή φροντίδα των ασθενών, συνέχισε ο καθηγητής, καθώς και ανάγκη να μάθουμε να διαχειριζόμαστε προς όφελος του ασθενούς τον μεγάλο όγκο πληροφορίας στην οποία έχουμε σήμερα πρόσβαση. Επιπλέον, συμπλήρωσε, χρειάζεται εκπαίδευση των ιατρών στην αντιμετώπιση ασθενών με «δύσκολα» προβλήματα στο πλαίσιο μίας διεπιστημονικής ομάδας, αλλά και στην αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών και την ανακουφιστική φροντίδα.

Η προπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση, κατέληξε ο καθηγητής, είναι μία σύνθετη εκπαιδευτική διαδικασία που είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς να απομακρύνεται από τις βασικές της αρχές και στόχους. Οι ιατρικές σχολές της χώρας (γραφεία εκπαίδευσης, διοικήσεις) σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας (ΚΕ.Σ.Υ., Υπουργεία) και τις επιστημονικές εταιρείες πρέπει να αναζητήσουν συντονισμένα τρόπους για την καλύτερη εκπαίδευση των φοιτητών, με αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο κ. Βασιλόπουλος, ώστε να καλύπτονται τόσο οι σημερινές όσο και οι μελλοντικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού.

Τεχνολογικές αλλαγές, τεχνητή νοημοσύνη και κλινική πρακτική

Ο τομέας της υγειονομικής περίθαλψης εξελίσσεται διαρκώς και η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια φαίνεται να διαδραματίζει έναν πολύ κρίσιμο ρόλο στην κλινική πράξη, ξεκίνησε την ομιλία της η κ. Μαρία Γαζούλη, επισημαίνοντας πως αυτό είναι προς όφελος των ασθενών, καθώς βελτιώνεται η ποιότητα της περίθαλψης, μειώνονται τα ιατρικά λάθη και έχουμε βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της συνολικής παροχής υπηρεσιών υγείας.

Αναφερόμενη στο φόβο που εκφράζεται κατά πόσον όλες αυτές οι τεχνολογίες θα αντικαταστήσουν τελικά τον άνθρωπο, η καθηγήτρια υπογράμμισε πως σαφώς η ανθρώπινη πτυχή στην υγειονομική περίθαλψη θα πρέπει να ενισχυθεί και η εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες θα πρέπει να μπει στα Προγράμματα Σπουδών ώστε οι ιατροί να μάθουν να συνεργάζονται με αυτές και να τις αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ως εργαλεία στην άσκηση του έργου τους.

Παρουσιάζοντας τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες στην κλινική πρακτική, η κ. Γαζούλη εξήγησε ότι, καθώς με την πάροδο του χρόνου ο κλάδος της υγειονομικής περίθαλψης έχει ενσωματώσει τις τεχνολογικές εξελίξεις, η χρήση της τεχνολογίας έχει συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της ακρίβειας στη διάγνωση και τη θεραπεία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων. Μας προσφέρει επίσης βελτιωμένη αποτελεσματικότητα, συνέχισε, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη, για παράδειγμα, μας επιτρέπει να συνδυάσουμε πολλά δεδομένα, γενετικά, κλινικά και δημογραφικά, ούτως ώστε να έχουμε μία πιο πλήρη εικόνα και καλύτερα προβλεπτικά μοντέλα για την επιτήρηση και την παρακολούθηση των ασθενών. Η εφαρμογή ηλεκτρονικών ιατρικών μητρώων βελτιώνει επίσης σημαντικά την ικανότητα των απασχολούμενων στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης, διευκολύνοντας την πρόσβαση των ιατρών στο ιστορικό των ασθενών τους, με αποτέλεσμα τη βελτίωση και της θεραπείας τους, ενώ η πρόσβαση σε όλα αυτά τα δεδομένα μπορεί να διευκολύνει και τη διεξαγωγή κλινικών μελετών.

Η έλευση της τεχνολογίας στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης έχει επιφέρει σημαντική βελτίωση σε όλες τις υπηρεσίες υγείας, συμπλήρωσε η καθηγήτρια, τόσο όσον αφορά στην αποτελεσματικότητά τους όσο και την ασφάλεια των ασθενών, επισημαίνοντας πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι, με τα ψηφιακά ιατρικά αρχεία και την τηλεϊατρική, έχουμε πλέον τη δυνατότητα να προσεγγίζουμε και να παρακολουθούμε πιο εύκολα πληθυσμούς που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.

Ασφαλώς, ανέφερε η κ. Γαζούλη οι νέες τεχνολογίες συνοδεύονται και από ορισμένα προβλήματα, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν. Μία από τις αρνητικές συνέπειες των τεχνολογικών εξελίξεων είναι η αύξηση του κόστους στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, εξήγησε η κ. Γαζούλη, αύξηση η οποία ωστόσο εξισορροπείται ουσιαστικά από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών προσεγγίσεων και των εκβάσεων των ασθενών. Επιπλέον, συνέχισε, η χρήση της τεχνολογίας στην υγειονομική περίθαλψη μπορεί να οδηγήσει ακούσια σε μία αποπροσωποποίηση της φροντίδας, κάτι που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα να μην συμβεί, ενώ θα πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση στην ασφάλεια των δεδομένων και οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να εκπαιδευτούν κατάλληλα στην αποφυγή κινδύνων κυβερνοασφάλειας.

Συνεχιζόμενη εκπαίδευση

Δίνοντας αρχικά τον ορισμό της Συνεχιζόμενης Ιατρικής Εκπαίδευσης (ΣΙΕ), ο καθηγητής κ. Δημήτριος Μπούμπας επισήμανε πως τα τελευταία χρόνια η έμφαση στη ΣΙΕ απομακρύνεται από την απλή απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων και επικεντρώνεται στην αλλαγή της συμπεριφοράς κατά την άσκηση της ιατρικής, ώστε να γίνεται, για παράδειγμα, συνετή χρήση των υπηρεσιών υγείας και να βελτιωθεί η επικοινωνία με τον ασθενή.

Η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα σημαντική, τόνισε ο κ. Μπούμπας, παραθέτοντας το απόφθεγμα του Πλάτωνα «Αν θεωρεί κάποιος ότι η εκπαίδευση κοστίζει, θα πρέπει να σκεφθεί το κόστος της άγνοιας». Οι ιατροί είναι απαραίτητο να εκπαιδεύονται συνεχώς στα νέα δεδομένα με στόχο τη βελτίωσή τους στη διάγνωση και θεραπεία των νοσημάτων, ανέφερε ο καθηγητής, επισημαίνοντας πως το 1/3-1/2 των ιατρών συχνά δεν προσαρμόζουν την τακτική τους στις τελευταίες εξελίξεις για σημαντικά νοσήματα, όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η καρδιακή ανεπάρκεια, λόγω έλλειψης ή αστοχίας ενημέρωσης, προβλημάτων επικοινωνίας, απροθυμίας ή περιορισμένων ευκαιριών εκπαίδευσης.

Αφού αναφέρθηκε στο ουσιαστικά ανύπαρκτο νομικό πλαίσιο και τις υπουργικές αποφάσεις που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί αναφορικά με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των ιατρών αλλά ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, ο κ. Μπούμπας επισήμανε ότι δυστυχώς στη χώρα μας υπάρχει κενό όσον αφορά στη ΣΙΕ.

Παρουσιάζοντας τις βασικές αρχές της ΣΙΕ στις οποίες κατέληξε η Ιατρική Εταιρεία Αθηνών σε μία προσπάθεια να καλυφθεί το κενό αυτό, ο κ. Μπούμπας ανέφερε αρχικά πως η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση αποτελεί βασική υποχρέωση κάθε επαγγέλματος. Η πιθανότητα επιτυχίας της ΣΙΕ αυξάνεται με την επιλογή θεμάτων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ιατρών, τρέχουσες ή προβλεπόμενες, που είναι άμεσα εφαρμόσιμες και ζωτικής σημασίας και τη διαπραγμάτευσή τους με σαφή, λακωνικό και διαδραστικό τρόπο. Τελικό κριτήριο της επιτυχίας δεν είναι η απόκτηση γνώσεων αλλά η αλλαγή συμπεριφορών και η ορθή εφαρμογή τους στην κλινική πράξη. Οι επιστημονικές εταιρείες πρέπει να έχουν μια συνολική στρατηγική για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των μελών τους, καθορίζοντας τις προτεραιότητες και τους στόχους της με τρόπο που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μελών τους. Η ΣΙΕ εισάγει νέες έννοιες και παραδείγματα, παρέχει συμβάσεις για την κλινική πρακτική, συζητά και συνθέτει αμφιλεγόμενα θέματα, εκπαιδεύει σε νέες τεχνικές με πρακτικά «hands on» σεμινάρια και τεκμηριώνει την ικανότητα του ιατρού να εκτελέσει τις νέες δεξιότητες. Είναι επίσης σημαντικό, υπογράμμισε ο κ. Μπούμπας, οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες να πραγματοποιούνται κατά προτίμηση στον χώρο εργασίας του ιατρού και όχι σε μακρινές αποστάσεις, ενώ το περιεχόμενό τους δεν θα πρέπει να επηρεάζεται ή να καθορίζεται από εμπορικούς οργανισμούς που παρέχουν οικονομική υποστήριξη.

Η αξιολόγηση της ΣΙΕ είναι φυσικά απαραίτητη για τη βελτίωση και τον ριζικό επανασχεδιασμό της εκπαίδευσης όπου απαιτείται, τόνισε ο καθηγητής. Τελικό κριτήριο της αξιολόγησης πρέπει να είναι ασφαλώς η βελτίωση της απόδοσης των ιατρών και της υγείας των ασθενών και του πληθυσμού, κατέληξε ο κ. Μπούμπας.

Κινητικότητα των HCPs, τεχνολογικές αλλαγές και αγορά εργασίας

Τη σκυτάλη έλαβε ο καθηγητής κ. Ηλίας Κυριόπουλος, ο οποίος επισήμανε πως προφανώς ο αριθμός και η κατανομή των επαγγελματιών υγείας στην επικράτεια έχουν σημασία, ένα ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα ωστόσο είναι αν το ανθρώπινο δυναμικό που βρίσκεται σε κάθε σημείο της χώρας γνωρίζει και έχει την εμπειρία να κάνει αυτό που χρειάζεται και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του συγκεκριμένου πληθυσμού. Το ζήτημα αυτό, συνέχισε ο κ. Κυριόπουλος, μπορεί θεωρητικά να απαντηθεί με τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου Χάρτη Υγείας, που δεν θα απεικονίζει μόνο ποσοτικά το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, αλλά θα απεικονίζει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επαγγελματιών υγείας.

Μια δεύτερη μεγάλη πρόκληση, τόνισε ο καθηγητής, που αντιμετωπίζουν τα συστήματα υγείας σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού. Η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιαπωνία αποτελούν αυτή τη στιγμή τις πλέον γηράσκουσες χώρες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και το ζήτημα είναι αν υπάρχει στη χώρα μας το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να διαχειριστεί το ζήτημα της αυξανόμενης γήρανσης, καθώς επί του παρόντος βλέπουμε ότι τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων αναλαμβάνουν κυρίως οι οικογένειές τους.

Ένα τρίτο ερώτημα, ανέφερε, είναι αν διαθέτουμε το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να αναλύσει την πληθώρα υγειονομικών δεδομένων που υπάρχουν, η ανάλυση των οποίων παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, ή πρέπει να εκπαιδεύσουμε κάποιους επαγγελματίες υγείας στο αντικείμενο αυτό. Μία τέταρτη πρόκληση αφορά φυσικά την αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας, συνέχισε ο ομιλητής, αναφέροντας πως, αν και προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν την κλινική αξιολόγηση των νέων τεχνολογιών, πρέπει να δούμε αν διαθέτουμε και ανθρώπινο δυναμικό που να μπορεί να αξιολογήσει άλλες συνιστώσες τους, όπως θέματα ηθικής και βιοηθικής, οικονομικών της υγείας κ.ο.κ.

Ορμώμενος από την αναφορά της κ. Γαζούλη στον φόβο που εκφράζεται μήπως τελικά οι εφαρμογές ΑΙ αντικαταστήσουν τον άνθρωπο, ο κ. Κυριόπουλος είπε πως υπάρχει debate σε αυτό το θέμα, καθώς υπάρχουν άρθρα που υποστηρίζουν ότι περίπου 25% των θέσεων εργασίας σε όλους τους κλάδους ενδέχεται δυνητικά να απειληθούν από την επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης, δημιουργώντας στο μέλλον αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας. Τα πρώτα δεδομένα ωστόσο, είπε ο ομιλητής, δείχνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη, τουλάχιστον στον κλάδο των επαγγελματιών υγείας, δεν θα λειτουργήσει ως υποκατάστατο, αλλά μάλλον συμπληρωματικά, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφενός λόγω της πολυσύνθετης φύσης της κλινικής πρακτικής, αφετέρου λόγω του ότι στην πράξη η ποιότητα της φροντίδας και τα κλινικά αποτελέσματα έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό και από άλλους τύπους νοημοσύνης, όπως η συναισθηματική και η κοινωνική.

Αναβάθμιση δεξιοτήτων και επανεκπαίδευση των Ευρωπαίων HCPs

Στην ομιλία του «Upskilling & Reskilling of the European healthcare workforce», ο Εκτελεστικός Διευθυντής του European Health Management Association (EHMA) κ. George Valiotis εξήγησε αρχικά ότι ο ΕΗΜΑ είναι ένας ευρωπαϊκός οργανισμός που έχει ως αποστολή τη διάχυση της γνώσης σχετικά με την αποτελεσματική διαχείριση του τομέα της υγείας. Σήμερα, συνέχισε ο κ. Valiotis, 7% του εργατικού δυναμικού και 4% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης απασχολείται στον κλάδο της υγείας, ποσοστά που μεταφράζονται σε 15 εκατομμύρια επαγγελματίες υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, παρατήρησε ο ομιλητής, οι ψηφιακές και «πράσινες» μεταρρυθμίσεις που συντελούνται προκαλούν ταχύτατες αλλαγές με τις οποίες ο τομέας της υγείας οφείλει να συμβαδίσει.

Το project BeWell, ή αλλιώς Προσχέδιο Ψηφιακών και «Πράσινων» Δεξιοτήτων για το Υγειονομικό Προσωπικό του Μέλλοντος, αποτελεί μια συνεργατική προσπάθεια προώθησης των πλεονεκτημάτων υιοθέτησης της ψηφιακής και «πράσινης» αναβάθμισης και αναπροσαρμογής δεξιοτήτων, που λειτουργεί ως ένας οδικός χάρτης ο οποίος υποστηρίζει τη διά βίου μάθηση και τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη, καλώντας παράλληλα τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ενσωματώσουν τις ανάγκες του υγειονομικού προσωπικού στον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών. Πρόκειται για μία πανευρωπαϊκή πολυμερή συνεργασία, που έχει ως όραμα την προετοιμασία του προσωπικού υγείας και φροντίδας, αλλά και του ευρύτερου συστήματος υγείας για την ψηφιακή και «πράσινη» μετάβαση. Στόχος του είναι η εφαρμογή πολιτικών σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και εν τέλει ευρωπαϊκό επίπεδο και αξίες του η επικέντρωση στον ασθενή, η ελεύθερη πρόσβαση, η συνεργασία, η ποικιλομορφία, η διακλαδικότητα, η συγκριτική έρευνα και η δυναμική κάλυψη, εξήγησε ο ομιλητής.

To BeWell Skills Monitor (παρακολούθηση ψηφιακής υγείας και «πράσινων» δεξιοτήτων) είναι ένα διαδικτυακό εργαλείο για τη χαρτογράφηση και την παροχή πληροφοριών σχετικά με προγράμματα κατάρτισης ψηφιακών και «πράσινων» δεξιοτήτων στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες. Παρέχει επισκόπηση των δυνατοτήτων αναβάθμισης και επαναπροσαρμογής για την ενδυνάμωση της ψηφιοποίησης και της «πρασινοποίησης» του τομέα της υγείας και της περίθαλψης. Στόχοι του είναι να προσφέρει δια βίου μάθηση, συνεχή επαγγελματική εξέλιξη και συνεχή ιατρική εξέλιξη και ενημερώνεται σε ετήσια βάση ώστε να καταγράφονται νέα εκπαιδευτικά προγράμματα και δεξιότητες.

Οι «πράσινες» δεξιότητες είναι γνωστικές, διαπροσωπικές, ενδοπροσωπικές και τεχνικές, επισήμανε ο κ. Valiotis, και αυτές που είναι κυρίως σε ζήτηση αφορούν στον περιορισμό ρύπανσης και απορριμάτων, τις βιώσιμες προμήθειες, την ανακύκλωση, την περιβαλλοντική συνείδηση, την περιβαλλοντική αποκατάσταση, καθώς και την παραγωγή και διαχείριση ενέργειας. Προκειμένου να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο ομιλητής, οι νέοι ρόλοι είναι ανάγκη να διέπονται από «πράσινη» νοοτροπία, οι δεξιότητες να αναβαθμισθούν και να γίνουν πιο «πράσινες» και οι επαγγελματίες όλων των κλάδων να εκπαιδευθούν ώστε να κάνουν πιο «πράσινες» επιλογές.

Συζήτηση

Σε ερώτηση που τέθηκε στον κ. Κυριόπουλο αναφορικά με το τι ακριβώς είναι ο Χάρτης Υγείας στον οποίο αναφέρθηκε στην ομιλία του, ο καθηγητής απάντησε πως πρόκειται ουσιαστικά για μία χαρτογράφηση των αναγκών σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, ώστε να αποφασίσουμε με βάση αυτές και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής πόσες δομές και επαγγελματίες υγείας χρειαζόμαστε σε κάθε περιοχή. Στόχος δηλαδή, εξήγησε ο κ. Κυριόπουλος, είναι να προσπαθήσουμε να εξισορροπήσουμε την προσφορά με τη ζήτηση υπηρεσιών υγείας.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δυναμικό σύστημα, συμπλήρωσε η κ. Καϊτελίδου, που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες και την προσφορά, με στόχο να διαπιστωθεί πού υπάρχουν κενά και ελλείψεις και να μπορέσουν να καλυφθούν.

Για τον ίδιο αυτό σκοπό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρόσθεσε ο κ. Valiotis, ξεκίνησε στις αρχές του έτους το project HEROES, στο οποίο συμμετέχουν 18 κράτη-μέλη μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που έχει ως στόχο τη βελτίωση των ικανοτήτων στρατηγικού σχεδιασμού των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά στο ανθρώπινο δυναμικό του τομέα της υγείας (Health Work Force – HWF) προκειμένου να διασφαλίζεται η προσβασιμότητα, η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα των υπηρεσιών υγείας.

Ένα άλλο ζήτημα που βασάνιζε και εξακολουθεί να βασανίζει τη χώρα μας είναι το γνωστό brain drain, η φυγή των επιστημόνων μας στο εξωτερικό, παρατήρησε ο καθηγητής κ. Γιάννης Υφαντόπουλος, το οποίο παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει δεν έγινε δυστυχώς ποτέ brain gain. Βάσει των αποτελεσμάτων σχετικής μελέτης που διεξήχθη από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, κύρια αίτια που οι επιστήμονές μας δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα, εξήγησε ο καθηγητής, είναι η έλλειψη αξιοκρατίας, κινήτρων, αλλά και αξιολόγησης των συστημάτων υγείας. Ένας τρόπος για να αναστρέψουμε αυτή την κατάσταση, πρότεινε ο κ. Υφαντόπουλος, θα ήταν να απαλλαγούμε από τη γραφειοκρατία, να υιοθετήσουμε τη βασική οικονομική αρχή ότι η αμοιβή πρέπει να είναι συνάρτηση της παραγωγικότητας και να θέσουμε κίνητρα -όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά, εκπαιδευτικά, υποστηρικτικά- τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν το σύστημα υγείας μας πιο ελκυστικό.