Πώς θα επιτύχουμε τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη φαρμακευτική περίθαλψη στα νοσοκομεία; Σημαντικές προτάσεις ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της Τετάρτης με συντονιστές την Όλγα Οικονόμου και τον Ηλία Κυριόπουλο. Υπάρχει δυσκολία προσδιορισμού της φαρμακευτικής νοσοκομειακής δαπάνης, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη πρόσβασης στα δεδομένα και στη μη χρήση ψηφιακών εργαλείων, είπε η κ. Οικονόμου, ανοίγοντας τη συζήτηση.
Ο κ. Βασίλης Κουράφαλος, Φαρμακοποιός MSc, PhD, Προϊστάμενος Τμήματος Παρακολούθησης Θεραπευτικών μέσων & Αξιοποίησης Ελέγχων, Διεύθυνση Φαρμάκου Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και μέλος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων, ξεκίνησε την τοποθέτησή του διαχωρίζοντας τη δαπάνη φαρμάκων που αποζημιώνεται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. από αυτή των κρατικών νοσοκομείων και τόνισε ότι η αύξηση της δαπάνης οδηγεί και στην αύξηση του clawback. Η αύξηση της δαπάνης οφείλεται μεταξύ άλλων στην εισαγωγή ακριβών γονιδιακών θεραπειών, νέων ογκολογικών αλλά και ορφανών φαρμάκων, και παρατήρησε πως οι κεντρικές προμήθειες που γίνονται τώρα από την Ε.Κ.Α.Π.Υ. θα μπορούσαν να την περιορίσουν. Τόσο η Ε.Κ.Α.Π.Υ., όσο και η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, θα μπορούσαν να επιτύχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας νέα προηγμένα εργαλεία όπως συμφωνίες επιμερισμού κινδύνου και μεθόδους υπολογισμού του κόστους ευκαιρίας για την εισαγωγή καινοτόμων θεραπευτικών σχημάτων, πρότεινε ο κ. Κουράφαλος. Υπογράμμισε ακόμη τη σημασία της συγκέντρωσης όλων των στοιχείων για την εισαγωγή ενός νέου πλαισίου ορθολογικότερης διαχείρισης και πρόκρινε τη χρήση γενοσήμων και βιοομοειδών για τελικές θεραπείες με πολύ μικρότερο κόστος. Η λειτουργία των κρατικών νοσοκομείων μέσα από κλειστούς προϋπολογισμούς είναι απαραίτητη, είπε, καθώς και η ύπαρξη ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου, ώστε να μπορεί να υπάρξει προγραμματισμός από την πλευρά των εταιρειών. Τέλος, επισήμανε ότι με την υφιστάμενη κατάσταση δημιουργούνται κίνδυνοι για την είσοδο καινοτόμων προϊόντων στο σύστημα και την απόσυρση υφιστάμενων θεραπειών και παράλληλα απροθυμία από την πλευρά των εταιρειών.
Ο Ηλίας Κυριόπουλος σχολίασε ότι αποτελεί σημαντική αδυναμία να μην μπορεί να γίνει μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στη δαπάνη μεταξύ διαφορετικών χωρών εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου καταγραφής και υποστήριξε ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο αν μπορούσαν να γίνουν μελέτες «cost saving».
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η κ. Ρομίνα Σιατερλή, Policy and Communications Excellence Lead, Roche (Hellas), η οποία αναφέρθηκε αρχικά στις βασικές αρχές της χρηματοδότησης του φαρμάκου, δηλαδή, τον προϋπολογισμό με βάση τις ανάγκες των ασθενών, την συνυπευθυνότητα του κράτους, την ισότητα των ασθενών και τη δικαιοσύνη στην κατανομή των πόρων, και τη διαφάνεια. Όταν αυτές οι βασικές αρχές τηρούνται, το αποτέλεσμα είναι ένα προβλέψιμο επιχειρηματικό περιβάλλον, που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα όλων των εμπλεκομένων μερών. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, είπε, δεν τηρείται καμία από τις βασικές προϋποθέσεις με αποτέλεσμα ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον, με όλους τους κινδύνους που αυτό εμπεριέχει.
Κατόπιν ανέλυσε τα κανάλια διανομής του φαρμάκου υπογραμμίζοντας ότι η κατάτμηση του νοσοκομειακού φαρμάκου σε σκευάσματα με τιμή >30€, 15,01-30€, 5,01-15€ και <5€ οδήγησε (με στοιχεία του 2022) τις υποχρεωτικές επιστροφές στην κατηγορία των >30€ στο μη βιώσιμο ποσοστό του 69%.. Αναλύοντας τα αίτια της υπέρβασης, η κ. Σιατερλή παρατήρησε ότι υπάρχει ανεπαρκής χρηματοδότηση από την πλευρά της Πολιτείας, η οποία με σταθερό προϋπολογισμό καλύπτει ολοένα και μικρότερο ποσοστό δαπάνης, ενώ παράλληλα υπάρχει άνιση κατανομή πόρων, με μόνο 20% της δαπάνης για το φάρμακο να κατευθύνεται στα νοσοκομεία. Αυτό παράγει στρεβλώσεις στο σύστημα, όπως η αυθαίρετη απόφαση της κάλυψης της υπέρβασης των προϊόντων >30€ (που αύξησε την υπέρβαση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες), η κάλυψη της δαπάνης του ΙΦΕΤ, αλλά και η δαπάνη των ανασφάλιστων. Ο κλάδος επωμίζεται το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, σχολίασε η κ. Σιατερλή.
Όλα αυτά γίνονται σε ένα περιβάλλον απουσίας δεδομένων και μέτρων εξορθολογισμού δαπάνης, επισήμανε η ομιλήτρια. Το πρόβλημα αποκτά σοβαρές προεκτάσεις, όπως η στρέβλωση της έννοιας της δικαιοσύνης και των βασικών εμπορικών αρχών, η απειλή στη θεμελιώδη αρχή της απρόσκοπτης πρόσβασης σε καινοτόμα φάρμακα και η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του κράτους για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Η κ. Σιατερλή ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της με προτάσεις για λύσεις του προβλήματος, όπως θα ήταν η άμεση εξάλειψη των στρεβλώσεων με εξεύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και παράλληλο εξορθολογισμό της χρηματοδότησης, ο έλεγχος και η διαχείριση της δαπάνης, με παράλληλη εφαρμογή συστημάτων αποζημίωσης με βάση την αξία. Τόνισε ιδιαίτερα ότι το πρόβλημα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και ότι οι λύσεις πρέπει να προκύψουν μέσα από τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων.
Ο Γιώργος Τσιακαλάκης, Corporate & Government Affairs Lead, Bristol Myers Squibb, στην τοποθέτησή του επικεντρώθηκε στην τήρηση της αρχής της συνυπευθυνότητας στην υπέρβαση της δαπάνης και στην παρουσίαση του διεθνούς περιβάλλοντος στη βάση αυτή. Περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα ανέφερε ότι το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών από το 27,85% το 2016, ανέβηκε στο 55% το 2021 για να καταλήξει στο 69% το 2022, επιβαρύνοντας εταιρείες και φάρμακα, που ήδη σήκωναν ένα μεγάλο βάρος από το ποσοστό των υποχρεωτικών επιστροφών, με επιπλέον 70 εκ. Αυτή η πρακτική έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με ό,τι εφαρμόζεται διεθνώς, όπου, αν και οι χώρες που εφαρμόζουν το μέτρο του clawback αυξάνονται, η χρήση του όμως παραμένει ελεγχόμενη και συμπληρωματική. Παραδείγματος χάριν, στη Ρουμανία έχει θεσπιστεί διαβαθμισμένο clawback 25-30%. Εξάλλου, οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τη συνυπευθυνότητα στην υπέρβαση της δαπάνης πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, παρατήρησε ο ομιλητής, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των παρεμβάσεων αυτών.
Στη συνέχεια ο κ. Τσιακαλάκης παρουσίασε τρεις άξονες παρεμβάσεων για τη θέσπιση ουσιαστικής συνυπευθυνότητας, οι οποίες περιλαμβάνουν τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις, τα δημοσιονομικά μέτρα άμεσης απόδοσης και τον δυναμικό μηχανισμό χρηματοδότησης. Στις διαρθρωτικές παρεμβάσεις συμπεριέλαβε τον έλεγχο της κατανάλωσης μέσα από τη δεσμευτική εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων και την ενίσχυση των πολιτικών υποκατάστασης, την ηλεκτρονική διασύνδεση των νοσοκομείων και την ενδυνάμωση της διαδικασίας αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας. Όπως υποστήριξε, τα δημοσιονομικά μέτρα άμεσης απόδοσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την κάλυψη των εκπτώσεων-απαλλαγών των φαρμάκων κάτω των 30 ευρώ από τον δημόσιο προϋπολογισμό, την εφαρμογή του κριτηρίου ισοσκελισμού της υπέρβασης των τριών καναλιών στην κατανομή των πόρων RRF, την εξαίρεση των νοσοκομειακών ΜΗΣΥΦΑ από τον υπολογισμό clawback, την εξαίρεση των ορφανών φαρμάκων για λόγους δημόσιας υγείας και τη θέσπιση ξεχωριστού προϋπολογισμού για το ΙΦΕΤ. Τέλος, για τον δυναμικό μηχανισμό χρηματοδότησης πρότεινε τη θέσπιση ενιαίου προϋπολογισμού φαρμάκου, τη συνεκτίμηση του horizon scanning και τη θεσμοθέτηση μίας βιώσιμης διαδικασίας αποζημίωσης. Και για τους τρεις άξονες παρουσίασε παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών, όπου τα μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν υψηλής απόδοσης. Οι φόροι αμαρτίας συνιστούν βέλτιστη πρακτική που εφαρμόζεται σε πάνω από 80 χώρες του κόσμου, πρόσθεσε και υποστήριξε ότι η εφαρμογή τους στην Ελλάδα θα μπορούσε δημιουργήσει έναν μηχανισμό χρηματοδότησης όλου του φάσματος της ογκολογικής φροντίδας. Κλείνοντας ο κ. Τσιακαλάκης τόνισε την επείγουσα ανάγκη δημιουργίας ενός σταθερού περιβάλλοντος στην Ελλάδα όπως και στις υπόλοιπες χώρες ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω συνέπειες.
Ολοκληρώνοντας τις τοποθετήσεις, ο Κώστας Αθανασάκης, Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου και του Ινστιτούτου για τα Οικονομικά της Υγείας, παρουσίασε το Κείμενο Συμπερασμάτων της πρωτοβουλίας του Ινστιτούτου για τη βιώσιμη διαχείριση του νοσοκομειακού φαρμάκου. Το κείμενο επεξεργάστηκε μια ομάδα εργασίας, με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των εμπλεκομένων μερών και κατέληξε σε ορισμένες προτάσεις. Πρόκειται για ένα κείμενο δημόσιου διαλόγου, είπε ο κ. Αθανασάκης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει μία ολοκληρωμένη προσέγγιση της βιώσιμης διαχείρισης του νοσοκομειακού φαρμάκου.
Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Ηλίας Κυριόπουλος κατέθεσε τον προβληματισμό του, αφενός όσον αφορά την επάρκεια ανθρώπινου δυναμικού που να είναι σε θέση να εφαρμόσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την αξιοποίηση των νέων εργαλείων, αφετέρου αναφορικά με την ύπαρξη λειτουργικού κενού ανάμεσα στις αποφάσεις και την εφαρμογή για των μέτρων.
Οι συμμετέχοντες στη συνεδρία συμφώνησαν ότι αν και υπάρχει καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, δεν αξιοποιείται αποκλειστικά στην εφαρμογή των νέων εργαλείων, ενώ υπάρχουν διαπιστωμένα κενά στην εφαρμογή των παραπάνω εργαλείων, που πρέπει να αναταχθούν.